- Ὀάσεως
- Ὀάσεω̆ς , Ὄασιςfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οασίτης — Ὀασίτης, ὁ θηλ. Ὀασῑτις, ιδος, ἡ (ΑΜ) κάτοικος τής Οάσεως, πόλης στη Λιβυκή έρημο 2. ως επίθ. αυτός που περιέχει όαση ή οάσεις («Νομὸς ὀασίτης», Στέφ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄασις + επίθημα ίτης (πρβλ. θαμν ίτης)] … Dictionary of Greek
Αιγείρας, δήμος — Νέος δήμος (4.512 κάτ.) του νομού Αχαΐας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αιγείρας, Αιγών, Βελάς, Εξοχής, Μοναστηρίου, Οάσεως, Περιθωρίου, Σελιάνας, Σινεβρού και Χρυσαμπέλων, οι οποίες καταργήθηκαν … Dictionary of Greek
Σωτήριχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής από τη Λιβύη. Έζησε την εποχή του Διοκλητιανού, τον 3o μ.Χ. αι. για τον οποίο και έγραψε εγκώμιο. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το μυθολογικό έπος Βασσαρικά, σε τέσσερα βιβλία. Άλλα… … Dictionary of Greek